«….η κάθε μορφή τέχνης εκφράζει συναισθήματα και δεν κάνει κηρύγματα. Κήρυγματα θεολογικά κάνουν τα κείμενα και οι λόγοι, ο στίχος των βυζαντινών ύμνων προωθεί την θεολογία και οχι η μουσική. Αν εξαιρέσουμε τους στίχους στους ψαλμούς η μουσική αυτή καθ’αυτή δεν είναι θεολογία. Η μουσική στην εκκλησία μπήκε για να τέρπει το κοινό και να κάνει πιο ευχάριστη την ακρόαση μιας λειτουργίας και ο στίχος μπήκε για να κηρύξει την αλήθεια του ευαγγελίου, με απλά λόγια ένας απλός άνθρωπος που θα πάει στην εκκλησία και δεν ξέρει μουσική μόλις ακούσει το ζακυνθινό μέλος θα τον τέρψει, θα πει «τι ωραίο που είναι αυτό«, αφού λοιπόν τον τέρψει θα δώσει προσοχή και θα ακούσει και τον στίχο αρα θα του περάσει το θεολογικό μήνυμα που πρέπει.»
Ακούστε το «ίνα τι εφρύαξαν έθνη», όπως ψάλλεται και σήμερα στη Ζάκυνθο…
Όσον αφορά την «ήττα» της επτανησιακής εκκλησιαστικής μουσικής, μιας και απέναντί της βρήκε την «εθνική ενσωμάτωση» και το Βυζάντιο, από την βικιπαίδεια:
Η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα, ύστερα από την ένωση των Επτανήσων με το Ελληνικό κράτος, είχε ανατεθεί κυρίως σε Επτανήσιους μουσικούς. Όμως, σταδιακά από τα τέλη του 19ου αιώνα, η γερμανική μουσική (η οποία είχε ήδη κατακτήσει τα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης) αρχίζει να εισχωρεί και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι πιο «ιταλοπρεπείς» Επτανήσιοι να παραγκωνίζονται. Έτσι δημιουργήθηκε μια διαμάχη ανάμεσα στους μουσικούς από τα Επτάνησα και τους «γερμανόφρονες» συνθέτες που κράτησε για μερικές δεκαετίες.
Στην Αθήνα γίνεται πιο γρήγορα η εξάπλωση της γερμανικής μουσικής καθώς δέχεται και την υποστήριξη της τότε ανερχόμενης αριστοκρατικής τάξης της πρωτεύουσας. Έτσι, το 1899, ιδρύεται το Ωδείο Λόττνερ από την γερμανίδα Λίνα φον Λόττνερ ενώ το 1891, τη διεύθυνση του Ωδείου Αθηνών αναλαμβάνει ο Γεώργιος Νάζος. Ο Νάζος, μουσικός με (ανολοκλήρωτες) σπουδές στο Μόναχο, έκανε πολλές θετικές καινοτομίες στο Ωδείο έχοντας ως πρότυπο τη γερμανική μουσική διώχνοντας όμως έτσι πολλούς Επτανήσιους μουσικούς που δούλευαν εκεί αντικαθιστώντας τους με ξένους. Οι Επτανήσιοι δυσαρεστήθηκαν με τον Νάζο, γι’ αυτό και δέχθηκε σκληρές κριτικές από τους Γεώργιο Λαμπελέτ και Γεώργιο Αξιώτη μέσω του περιοδικού Κριτική που δημιούργησαν το 1903. Γράφει ο Αξιώτης:
Και εννοεί ο κ. Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, όταν με το δηλητήριον του Γερμανισμού ποτίζη την ψυχήν του αφελούς αυτού κόσμου, ο οποίος από το ίδρυμα του περιμένει μίαν ημέραν να ακούση το πολύφωνο της ψυχής του Τραγούδι που δεν ειπώθη ακόμη, εννοεί το μεγάλο του έγκλημα;
Η διαμάχη έγινε εντονότερη με τη συμπλοκή του Μανώλη Καλομοίρη στο ζήτημα. Ο Καλομοίρης, που ήταν κι εκείνος μουσικά «γερμανόφρονας», υποστήριξε τον Νάζο λέγοντας πως η προσπάθεια του για μουσική μόρφωση των Ελλήνων είναι η σημαντικότερη που έχει γίνει στην Ελλάδα και παράλληλα επιτίθεται στους Επτανήσιους (ειδικά στον Σπύρο Σαμάρα που εκείνη την εποχή έκανε φήμη στο εξωτερικό) καθώς, λέει, πως η μουσική τους είναι ιταλική και πως δεν ενδιαφέρονται για την ιδέα δημιουργίας εθνικής ελληνικής μουσικής. Οι άποψη για την επτανησιακή μουσική ήταν λανθασμένη, καθώς χρησιμοποιεί και ελληνικά στοιχεία, καθότι και δύο από τους πατέρες της Εθνικής Σχολής ήταν Επτανήσιοι ( ο Γεώργιος Λαμπελέτ και ο Διονύσιος Λαυράγκας). Ο Καλομοίρης γράφει στο περιοδικό Νουμάς σε άκρα δημοτική:
Ας μάθουνε οι κύριοι που λένε πως η Ιταλική μουσική συγγενέβει με την Ελληνική, ας μάθουνε πως η δημοτική μας μουσική με τις ιδιαίτερές της τονικές βρίσκεται όξω από τον τονικό κύκλο της Ταλιάνικης, Γαλλικής, Γερμανικής και Δανικής μουσικής, σαν την Νορβέγικη και Ρούσσικη δημοτική μουσική. […] Φανταστείτε τι τόλμη ή αμάθεια χρειάζεται για να πη κανείς πως η μουσική μας συγγενέβει με την Ιταλική, επειδής κ’ είμαστε γειτόνοι! Εμένα τουλάχιστο πιότερο μου θυμίζει ένα Νορβέγικο τραγούδι την εθνική μας μουσική από δέκα Ταλιάνικες όπερες..[5]
Η διαμάχη αυτή μεταξύ Επτανησιακής και Εθνικής Σχολής συνεχίστηκε μέχρι και την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα. Το θέμα απέκτησε μεγάλη έκταση και σατιρίστηκε ακόμη και από τον Τύπο της εποχής. Τελικά, οι απόψεις του Καλομοίρη είναι εκείνες που υπερίσχυσαν και οι Επτανήσιοι συνθέτες έμειναν στις σκιές, υποτιμημένοι από το κοινό για αρκετές ακόμη δεκαετίες.
Το τέλος της Επτανησιακής Σχολής
Η Επτανησιακή Σχολή «τελειώνει» στις αρχές του 20ου αιώνα, με την επικράτηση της Εθνικής Σχολής στο προσκήνιο και την απώθηση της επτανησιακής μουσικής. Οι Επτανήσιοι συνθέτες, όμως, συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μουσικό κόσμο της Ελλάδας και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Συνθέτες όπως ο Γεώργιος Σκλάβος,ο Αντίοχος Ευαγγελάτος και ο Σπυρίδων Σπάθης συνδύασαν το επτανησιακό στυλ με εκείνο των Εθνικών και χαρακτηρίστηκαν ως μέλη της Εθνικής σχολής. Ακόμη, η επτανησιακή μουσική παράδοση δεν σβήνει και επιβιώνει μέχρι σήμερα μέσω των φιλαρμονικών εταιριών και των τοπικών μουσικών και μαέστρων στα Επτάνησα.
Η Επτανησιακή Σχολή «τελειώνει» στις αρχές του 20ου αιώνα, με την επικράτηση της Εθνικής Σχολής στο προσκήνιο και την απώθηση της επτανησιακής μουσικής. Οι Επτανήσιοι συνθέτες, όμως, συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μουσικό κόσμο της Ελλάδας και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Συνθέτες όπως ο Γεώργιος Σκλάβος,ο Αντίοχος Ευαγγελάτος και ο Σπυρίδων Σπάθης συνδύασαν το επτανησιακό στυλ με εκείνο των Εθνικών και χαρακτηρίστηκαν ως μέλη της Εθνικής σχολής. Ακόμη, η επτανησιακή μουσική παράδοση δεν σβήνει και επιβιώνει μέχρι σήμερα μέσω των φιλαρμονικών εταιριών και των τοπικών μουσικών και μαέστρων στα Επτάνησα.